φλεβοθρόμβωση

φλεβοθρόμβωση
η, Ν
ιατρ. θρόμβωση φλέβας χωρίς σημαντικές αλλοιώσεις τού τοιχώματός της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlebothrombosis (< φλέβα + θρόμβωση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • φλεβίτιδα — Φλεγμονή μιας φλέβας, που σχεδόν πάντα ακολουθείται από τον σχηματισμό ενός θρόμβου στον αυλό της, εξαιτίας προοδευτικής εναπόθεσης αιμοπεταλίων ινικής και εμμόρφων στοιχείων του αίματος στα τοιχώματα της φλέβας που έχουν αλλοιωθεί από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”